- καιροδαπιστής
- καιροδαπιστής, ὁ (Α)αυτός που υφαίνει τάπητες.[ΕΤΥΜΟΛ. < καῖρος «τα σχοινιά τού στημονιού τού αργαλειού» + δάπις «τάπης, χαλί» + κατάλ. -τής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καίρος — Αρχαιοελληνική θεότητα, προσωποποίηση της ευκαιρίας, της ευνοϊκής χρονικής στιγμής. Προσωποποιήθηκε για πρώτη φορά στα μέσα του 5ου αι. π.Χ. Τον θεωρούσαν νεότατο γιο του Δία και υπήρχε βωμός του στην Ολυμπία. Ο ποιητής Ίων, από τη Χίο, είχε… … Dictionary of Greek